Οδοντογενείς κερατινοκύστεις -ΟΚΚ: Ανασκόπηση βιβλιογραφίας και παρουσίαση χαρακτηριστικών περιπτώσεων
Αβραμίδου Ανδριαννέτα1, Οικονόμου Μαρία Ελένη2, Θεολόγη-Λυγιδάκη Νάντια3
1Οδοντίατρος, MSc Μεταβολικών Νοσημάτων των Οστών Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Οδοντοφατνιακής Χειρουργικής, Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
2 Οδοντίατρος, MSc Οδοντοφατνιακής Χειρουργικής, Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
3 τ. Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής
Κλινική Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής (Δ/ντής Καθηγητής Χ. Περισανίδης), Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Odontogenic Keratocysts: A Literature review and presentation of characteristic cases
Avramidou Andrianneta 1, Oikonomou Maria Helen 2, Theologie-Lygidakis Nadia3
1 BSc, DDS, MSc in Metabolic Bone Diseases Medical School NKUA, Post-graduate Student in Dentoalveolar Surgery, Dental School, NKUA
2 DDS, MSc in Dentoalveolar Surgery, Dental School, NKUA
3 Associate Professor in Oral & Maxillofacial Surgery
Department of Oral & Maxillofacial Surgery (Head: Prof. C. Perisanidis), Dental School, National and Kapodistrian University of Athens
Doi: 10.54936/haoms253063
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Εισαγωγή
Η οδοντογενής κερατινοκύστη είναι αναπτυξιακή κύστη, οδοντογενούς προέλευσης, η 2η σε συχνότητα αναπτυξιακή κύστη μετά την οδοντοφόρο και 3η σε συχνότητα οδοντογενής κύστη μετά την ακρορριζική. Προσβάλλει άτομα κυρίως μεταξύ της 2ης και 4ης δεκαετίας και εντοπίζεται συχνότερα στην περιοχή της γωνίας και του κλάδου της κάτω γνάθου. Επίσης, στο σύνδρομο των πολλαπλών σπιλοειδών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων (Gorlin–Goltz), παρατηρούνται πολλαπλές κερατινοκύστεις στις γνάθους.
Κλινικά και ακτινογραφικά οι κερατινοκύστεις δεν διαφοροποιούνται και δεν αναγνωρίζονται εκ των προτέρων, συχνά δε προσομοιάζουν με οδοντοφόρο κύστη, καθώς συνυπάρχουν με έγκλειστο δόντι. Στην ιστοπαθολογική εξέταση, η κυστική κοιλότητα επενδύεται από πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο, με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία λεπτής στιβάδας παρακερατίνης ή ορθοκερατίνης σε αυτό, ενώ συχνά στο τοίχωμα ανευρίσκονται δορυφόρες-θυγατρικές κύστεις/νησίδια οδοντογενούς επιθηλίου.
Η κερατινοκύστη, σε αντίθεση με τις λοιπές κύστεις, ενίοτε παρουσιάζει τοπικά επιθετική συμπεριφορά, με ταχεία ανάπτυξη και αυξημένη πιθανότητα υποτροπής, γεγονός που αφενός στο παρελθόν έχει οδηγήσει σε τροποποιήσεις σχετικά με την κατάταξή της από τον WHO και αφετέρου εξακολουθεί να προβληματίζει ως προς την ριζική θεραπεία της. Δεδομένου ότι οι υποτροπές αποδίδονται στην ατελή αφαίρεση ή στην παρουσία των θυγατρικών κύστεων, συστήνεται χειρουργική αφαίρεση οστού πέραν των ορίων της κύστης ή εναλλακτικά κρυοθεραπεία ή χρήση χημικών διαλυμάτων, μετά την εκπυρήνιση.
Σκοπός
Η διερεύνηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας, σχετικά με την θεραπευτική προσέγγιση των κερατινοκύστεων. Επίσης, η παρουσίαση χαρακτηριστικών περιπτώσεων, από τα αρχεία της Κλινικής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών.
Μέθοδος
Έγινε αναζήτηση στην σχετική πρόσφατη βιβλιογραφία, από το 2010 έως και το 2024, στις βάσεις δεδομένων PubMed και Google Scholar καθώς και σε έντυπο πανεπιστημιακό υλικό.
Αποτελέσματα
Εντοπίστηκαν αναφορές σχετικές με θεραπευτικές προσεγγίσεις, που ακολουθούν τη χειρουργική αφαίρεση των οδοντογενών κερατινοκύστεων και φαίνεται να μειώνουν το ποσοστό υποτροπής τους. Αφορούν σε περιφερική απόξεση με φρέζα αλλά και σε οστεκτομή, σε κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο καθώς και σε χρήση χημικών διαλυμάτων στα οστικά τοιχώματα. Ως προς τα τελευταία, οι de Castro et al. (2018) και Díaz-Belenguer et al. (2016), αναφέρουν μείωση του ποσοστού υποτροπής, από 6-24% στο 7,8%, μετά από απλή εκπυρήνιση και χρήση των διαλυμάτων Carnoy (CS) και του τροποποιημένου διαλύματος Carnoy (MC). Οι Kumar et al. (2023), σε αναδρομική μελέτη σύγκρισης/αξιολόγησης των ανωτέρω διαλυμάτων, αναφέρουν ότι και τα δυο ήταν εξίσου αποτελεσματικά, μειώνοντας το ποσοστό υποτροπής στο 14.6%, εντός δυο ετών. Το διάλυμα φθοριοουρακίλης 5%-FU προτάθηκε για 1η φορά από τους Ledderhof et al. (2017), ως καινοτόμος παράγοντας για την επικουρική θεραπεία των ΟΚΚ, που ελαττώνει τις επιπλοκές που έχουν παρατηρηθεί από τα διαλύματα CS/MC, όσον αφορά στη νευροτοξικότητα και την πιθανή καρκινογένεση, αναστέλλοντας τη σύνθεση του DNA σε ταχέως πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα. Σε όλες τις περιπτώσεις χρήσης χημικών διαλυμάτων, η μετεγχειρητική παρακολούθηση δεν ήταν μακροχρόνια και επομένως δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.
Συμπεράσματα
Η ιδιαιτερότητα των οδοντογενών κερατινοκύστεων έναντι των λοιπών κύστεων των γνάθων, είναι τα αυξημένα ποσοστά υποτροπών τους. Σε διαγνωσμένες κερατινοκύστεις, είναι σημαντική η διαφοροποίηση της χειρουργικής αφαίρεσής τους, αλλά και η μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά για την έγκαιρη ανεύρεση τυχόν υποτροπής.
Αβραμίδου Ανδριαννέτα1, Οικονόμου Μαρία Ελένη2, Θεολόγη-Λυγιδάκη Νάντια3
1Οδοντίατρος, MSc Μεταβολικών Νοσημάτων των Οστών Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Οδοντοφατνιακής Χειρουργικής, Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
2 Οδοντίατρος, MSc Οδοντοφατνιακής Χειρουργικής, Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
3 τ. Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής
Κλινική Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής (Δ/ντής Καθηγητής Χ. Περισανίδης), Οδοντιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Odontogenic Keratocysts: A Literature review and presentation of characteristic cases
Avramidou Andrianneta 1, Oikonomou Maria Helen 2, Theologie-Lygidakis Nadia3
1 BSc, DDS, MSc in Metabolic Bone Diseases Medical School NKUA, Post-graduate Student in Dentoalveolar Surgery, Dental School, NKUA
2 DDS, MSc in Dentoalveolar Surgery, Dental School, NKUA
3 Associate Professor in Oral & Maxillofacial Surgery
Department of Oral & Maxillofacial Surgery (Head: Prof. C. Perisanidis), Dental School, National and Kapodistrian University of Athens
Doi: 10.54936/haoms253063
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Εισαγωγή
Η οδοντογενής κερατινοκύστη είναι αναπτυξιακή κύστη, οδοντογενούς προέλευσης, η 2η σε συχνότητα αναπτυξιακή κύστη μετά την οδοντοφόρο και 3η σε συχνότητα οδοντογενής κύστη μετά την ακρορριζική. Προσβάλλει άτομα κυρίως μεταξύ της 2ης και 4ης δεκαετίας και εντοπίζεται συχνότερα στην περιοχή της γωνίας και του κλάδου της κάτω γνάθου. Επίσης, στο σύνδρομο των πολλαπλών σπιλοειδών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων (Gorlin–Goltz), παρατηρούνται πολλαπλές κερατινοκύστεις στις γνάθους.
Κλινικά και ακτινογραφικά οι κερατινοκύστεις δεν διαφοροποιούνται και δεν αναγνωρίζονται εκ των προτέρων, συχνά δε προσομοιάζουν με οδοντοφόρο κύστη, καθώς συνυπάρχουν με έγκλειστο δόντι. Στην ιστοπαθολογική εξέταση, η κυστική κοιλότητα επενδύεται από πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο, με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία λεπτής στιβάδας παρακερατίνης ή ορθοκερατίνης σε αυτό, ενώ συχνά στο τοίχωμα ανευρίσκονται δορυφόρες-θυγατρικές κύστεις/νησίδια οδοντογενούς επιθηλίου.
Η κερατινοκύστη, σε αντίθεση με τις λοιπές κύστεις, ενίοτε παρουσιάζει τοπικά επιθετική συμπεριφορά, με ταχεία ανάπτυξη και αυξημένη πιθανότητα υποτροπής, γεγονός που αφενός στο παρελθόν έχει οδηγήσει σε τροποποιήσεις σχετικά με την κατάταξή της από τον WHO και αφετέρου εξακολουθεί να προβληματίζει ως προς την ριζική θεραπεία της. Δεδομένου ότι οι υποτροπές αποδίδονται στην ατελή αφαίρεση ή στην παρουσία των θυγατρικών κύστεων, συστήνεται χειρουργική αφαίρεση οστού πέραν των ορίων της κύστης ή εναλλακτικά κρυοθεραπεία ή χρήση χημικών διαλυμάτων, μετά την εκπυρήνιση.
Σκοπός
Η διερεύνηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας, σχετικά με την θεραπευτική προσέγγιση των κερατινοκύστεων. Επίσης, η παρουσίαση χαρακτηριστικών περιπτώσεων, από τα αρχεία της Κλινικής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών.
Μέθοδος
Έγινε αναζήτηση στην σχετική πρόσφατη βιβλιογραφία, από το 2010 έως και το 2024, στις βάσεις δεδομένων PubMed και Google Scholar καθώς και σε έντυπο πανεπιστημιακό υλικό.
Αποτελέσματα
Εντοπίστηκαν αναφορές σχετικές με θεραπευτικές προσεγγίσεις, που ακολουθούν τη χειρουργική αφαίρεση των οδοντογενών κερατινοκύστεων και φαίνεται να μειώνουν το ποσοστό υποτροπής τους. Αφορούν σε περιφερική απόξεση με φρέζα αλλά και σε οστεκτομή, σε κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο καθώς και σε χρήση χημικών διαλυμάτων στα οστικά τοιχώματα. Ως προς τα τελευταία, οι de Castro et al. (2018) και Díaz-Belenguer et al. (2016), αναφέρουν μείωση του ποσοστού υποτροπής, από 6-24% στο 7,8%, μετά από απλή εκπυρήνιση και χρήση των διαλυμάτων Carnoy (CS) και του τροποποιημένου διαλύματος Carnoy (MC). Οι Kumar et al. (2023), σε αναδρομική μελέτη σύγκρισης/αξιολόγησης των ανωτέρω διαλυμάτων, αναφέρουν ότι και τα δυο ήταν εξίσου αποτελεσματικά, μειώνοντας το ποσοστό υποτροπής στο 14.6%, εντός δυο ετών. Το διάλυμα φθοριοουρακίλης 5%-FU προτάθηκε για 1η φορά από τους Ledderhof et al. (2017), ως καινοτόμος παράγοντας για την επικουρική θεραπεία των ΟΚΚ, που ελαττώνει τις επιπλοκές που έχουν παρατηρηθεί από τα διαλύματα CS/MC, όσον αφορά στη νευροτοξικότητα και την πιθανή καρκινογένεση, αναστέλλοντας τη σύνθεση του DNA σε ταχέως πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα. Σε όλες τις περιπτώσεις χρήσης χημικών διαλυμάτων, η μετεγχειρητική παρακολούθηση δεν ήταν μακροχρόνια και επομένως δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.
Συμπεράσματα
Η ιδιαιτερότητα των οδοντογενών κερατινοκύστεων έναντι των λοιπών κύστεων των γνάθων, είναι τα αυξημένα ποσοστά υποτροπών τους. Σε διαγνωσμένες κερατινοκύστεις, είναι σημαντική η διαφοροποίηση της χειρουργικής αφαίρεσής τους, αλλά και η μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά για την έγκαιρη ανεύρεση τυχόν υποτροπής.