SMOKING AS A RISK FACTOR FOR DENTAL IMPLANTS
Authors:
Georgios Trimpos
Undergraduate Student, School of Dentistry, NKUA
Συγγραφείς::
Γεώργιος Τρίμπος
Προπτυχιακός φοιτητής Οδοντιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Doi: 10.54936/haoms253009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Τα οδοντικά εμφυτεύματα αποτελούν μια σύγχρονη θεραπευτική επιλογή για την αποκατάσταση απολεσθέντων δοντιών, προσφέροντας άριστα λειτουργικά αλλά και αισθητικά αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια, διεξάγονται εργαστηριακές ερευνητικές μελέτες με σκοπό την ανάλυση των διαφόρων παραγόντων κινδύνου αποτυχίας των οδοντικών εμφυτευμάτων, αποσκοπώντας στην βελτιστοποίηση των υπαρχόντων πρωτοκόλλων τοποθέτησης αλλά και των ίδιων των εμφυτευμάτων. Αντικείμενο της συγκεκριμένης εργασίας αποτέλεσε η διερεύνηση της επίπτωσης του καπνίσματος ως προς την έκβαση της χειρουργικής τοποθέτησης οστεοενσωματούμενων οδοντικών εμφυτευμάτων, τόσο σε κλινικό όσο και σε μοριακό, μικροβιολογικό επίπεδο. Παράλληλα, έγινε αξιολόγηση των θεραπευτικών επιλογών ως προς τον τύπο των εμφυτευμάτων τα οποία θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερα ποσοστά κλινικής επιτυχίας. Για την εκπόνηση της πραγματοποιήθηκε ηλεκτρονική αναζήτηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας της τελευταίας δεκαετίας (2015-2025) στις βάσεις δεδομένων PubMed και Google Scholar. Οι λέξεις-κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: smoking, dental implants failure, marginal bone loss, peri implantitis, osseointegration, rough surfaced implants.
Tα αποτελέσματα ανέδειξαν αυξημένα ποσοστά αποτυχίας σε καπνιστές ασθενείς, τα οποία μάλιστα φαίνονται να εμφανίζουν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάλογα με την χρονική διάρκεια και τη συχνότητα του καπνίσματος (>20 τσιγάρα ημερησίως), τόσο στην άνω όσο και στην κάτω γνάθο. O χρόνος παρακολούθησης από την χρονική περίοδο τοποθέτησης των εμφυτευμάτων δεν παρουσιάζεται να επηρεάζει σημαντικά τα ποσοστά επιτυχίας βάσει των ερευνητικών δεδομένων. Πιο αναλυτικά, το κάπνισμα φαίνεται να αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα αυξημένης <<απώλειας οριακού οστού>> (marginal bone loss), αυξημένου βάθους θυλάκων αλλά και δείκτη πλάκας, ενώ σε μη καπνίζοντες ασθενείς αναφέρονται υψηλότερα ποσοστά BOP (Bleeding on Broping). Κλινική μελέτη ανέδειξε μεγαλύτερη <<απώλεια οριακού οστού>> εξαιτίας του καπνίσματος στην άνω γνάθο συγκριτικά με την κάτω, ωστόσο απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών προκειμένου να τεκμηριωθεί επαρκώς κάτι τέτοιο. Σε μοριακό επίπεδο, το κάπνισμα και συγκεκριμένα η νικοτίνη φαίνεται να επάγει την παραγωγή φλεγμονωδών κυτοκινών (ιντερλευκίνη-6, παράγοντας νέκρωσης ιστών α) από τους οστεοβλάστες δημιουργώντας μια κατάσταση οξειδωτικού στρες στους περιεμφυτευματικούς ιστούς, η οποία μέσω της φλεγμονώδους απάντησης μπορεί να οδηγήσει σε περιεμφυτευματίτιδα και συνεπώς σε εν δυνάμει απώλεια του εμφυτεύματος. Αντίστοιχα, η υπο-ουλική μικροβιακή χλωρίδα εμφανίζεται πλούσια σε παθογόνα μικρόβια χαμηλής ανθεκτικότητας δημιουργώντας ένα περιβάλλον υψηλής επικινδυνότητας για τους περιοδοντικούς αλλά και τους περιεμφυτευματικούς ιστούς. Ιδιαίτερα η αυξημένη παρουσία του Porphyromonas Gingivalis δύναται να συμβάλλει στην μικροβιακή διαφοροποίηση της υπο-ουλικής μικροχλωρίδας των καπνιστών, χωρίς αυτό ωστόσο να υποστηρίζεται επαρκώς από τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα. Συμπερασματικά, το κάπνισμα λαμβάνεται ως υψηλός παράγοντας κινδύνου αποτυχίας στην χειρουργική τοποθέτηση οδοντικών εμφυτευμάτων. Έτσι η ενημέρωση του ασθενή και η προτροπή του για μείωση ή και διακοπή του καπνίσματος κρίνεται απαραίτητη. Απαιτούνται πιο ισχυρές μελέτες για την εξακρίβωση του παθογενετικού μηχανισμού πρόκλησης περιεμφυτευματικής νόσου στον καπνίζοντα ασθενή, καθώς και για την ακριβή επιλογή των εμφυτευμάτων που θα τοποθετηθούν σε αυτόν.
Authors:
Georgios Trimpos
Undergraduate Student, School of Dentistry, NKUA
Συγγραφείς::
Γεώργιος Τρίμπος
Προπτυχιακός φοιτητής Οδοντιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Doi: 10.54936/haoms253009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Τα οδοντικά εμφυτεύματα αποτελούν μια σύγχρονη θεραπευτική επιλογή για την αποκατάσταση απολεσθέντων δοντιών, προσφέροντας άριστα λειτουργικά αλλά και αισθητικά αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια, διεξάγονται εργαστηριακές ερευνητικές μελέτες με σκοπό την ανάλυση των διαφόρων παραγόντων κινδύνου αποτυχίας των οδοντικών εμφυτευμάτων, αποσκοπώντας στην βελτιστοποίηση των υπαρχόντων πρωτοκόλλων τοποθέτησης αλλά και των ίδιων των εμφυτευμάτων. Αντικείμενο της συγκεκριμένης εργασίας αποτέλεσε η διερεύνηση της επίπτωσης του καπνίσματος ως προς την έκβαση της χειρουργικής τοποθέτησης οστεοενσωματούμενων οδοντικών εμφυτευμάτων, τόσο σε κλινικό όσο και σε μοριακό, μικροβιολογικό επίπεδο. Παράλληλα, έγινε αξιολόγηση των θεραπευτικών επιλογών ως προς τον τύπο των εμφυτευμάτων τα οποία θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερα ποσοστά κλινικής επιτυχίας. Για την εκπόνηση της πραγματοποιήθηκε ηλεκτρονική αναζήτηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας της τελευταίας δεκαετίας (2015-2025) στις βάσεις δεδομένων PubMed και Google Scholar. Οι λέξεις-κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: smoking, dental implants failure, marginal bone loss, peri implantitis, osseointegration, rough surfaced implants.
Tα αποτελέσματα ανέδειξαν αυξημένα ποσοστά αποτυχίας σε καπνιστές ασθενείς, τα οποία μάλιστα φαίνονται να εμφανίζουν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάλογα με την χρονική διάρκεια και τη συχνότητα του καπνίσματος (>20 τσιγάρα ημερησίως), τόσο στην άνω όσο και στην κάτω γνάθο. O χρόνος παρακολούθησης από την χρονική περίοδο τοποθέτησης των εμφυτευμάτων δεν παρουσιάζεται να επηρεάζει σημαντικά τα ποσοστά επιτυχίας βάσει των ερευνητικών δεδομένων. Πιο αναλυτικά, το κάπνισμα φαίνεται να αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα αυξημένης <<απώλειας οριακού οστού>> (marginal bone loss), αυξημένου βάθους θυλάκων αλλά και δείκτη πλάκας, ενώ σε μη καπνίζοντες ασθενείς αναφέρονται υψηλότερα ποσοστά BOP (Bleeding on Broping). Κλινική μελέτη ανέδειξε μεγαλύτερη <<απώλεια οριακού οστού>> εξαιτίας του καπνίσματος στην άνω γνάθο συγκριτικά με την κάτω, ωστόσο απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών προκειμένου να τεκμηριωθεί επαρκώς κάτι τέτοιο. Σε μοριακό επίπεδο, το κάπνισμα και συγκεκριμένα η νικοτίνη φαίνεται να επάγει την παραγωγή φλεγμονωδών κυτοκινών (ιντερλευκίνη-6, παράγοντας νέκρωσης ιστών α) από τους οστεοβλάστες δημιουργώντας μια κατάσταση οξειδωτικού στρες στους περιεμφυτευματικούς ιστούς, η οποία μέσω της φλεγμονώδους απάντησης μπορεί να οδηγήσει σε περιεμφυτευματίτιδα και συνεπώς σε εν δυνάμει απώλεια του εμφυτεύματος. Αντίστοιχα, η υπο-ουλική μικροβιακή χλωρίδα εμφανίζεται πλούσια σε παθογόνα μικρόβια χαμηλής ανθεκτικότητας δημιουργώντας ένα περιβάλλον υψηλής επικινδυνότητας για τους περιοδοντικούς αλλά και τους περιεμφυτευματικούς ιστούς. Ιδιαίτερα η αυξημένη παρουσία του Porphyromonas Gingivalis δύναται να συμβάλλει στην μικροβιακή διαφοροποίηση της υπο-ουλικής μικροχλωρίδας των καπνιστών, χωρίς αυτό ωστόσο να υποστηρίζεται επαρκώς από τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα. Συμπερασματικά, το κάπνισμα λαμβάνεται ως υψηλός παράγοντας κινδύνου αποτυχίας στην χειρουργική τοποθέτηση οδοντικών εμφυτευμάτων. Έτσι η ενημέρωση του ασθενή και η προτροπή του για μείωση ή και διακοπή του καπνίσματος κρίνεται απαραίτητη. Απαιτούνται πιο ισχυρές μελέτες για την εξακρίβωση του παθογενετικού μηχανισμού πρόκλησης περιεμφυτευματικής νόσου στον καπνίζοντα ασθενή, καθώς και για την ακριβή επιλογή των εμφυτευμάτων που θα τοποθετηθούν σε αυτόν.